οἰκτίρω

οἰκτίρω
+ V 2-3-5-18-9=37 Ex 33,19(bis); JgsB 5,30; 1 Kgs 8,50; 2 Kgs 13,23
of humans: to have pity upon, to have compassion on [abs.] Ps 36(37),21; id. [τινα] Ps 102(103),13; id.
[τι] 4 Mc 5,12
of God: to have pity upon, to have compassion on [abs.] Ps 76(77),10; id. [τινα] Is 30,18; id. [τι] Ps 101(102),14
οἰκτιρήσει εἰς κεφαλὴν ἀνδρός he will be gracious to every man JgsB 5,30 see also οἰκτίρμων
→NIDNTT; TWNT
(→κατ-,,)

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οικτίρω — βλ. πίν. 143 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ. ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • οικτίρω — (ΑΜ οἰκτίρω και οἰκτείρω, Α και οἰκτειρῶ, έω, αιολ. τ. οικτίρρω) αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, λυπάμαι κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι, συμπονώ («ἐμὲ δὲ οἰκτίρεις ἐπὶ τῆ πενίᾳ», Ξεν.) νεοελλ. περιφρονώ, καταφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. οἰκτίρω (< *οικτίρ jω …   Dictionary of Greek

  • οικτίρω — 1. νιώθω συμπάθεια για κάποιον, λυπούμαι, σπλαχνίζομαι. 2. περιφρονώ, ελεεινολογώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἰκτίρω — οἰκτείρω pres subj act 1st sg οἰκτείρω pres ind act 1st sg οἰκτί̱ρω , οἰκτείρω aor subj act 1st sg οἰκτί̱ρω , οἰκτείρω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεροικτίρω — και ὑπεροικτείρω Α οικτίρω υπέρμετρα, σε πολύ μεγάλο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + οἰκτίρω / οἰκτείρω «λυπάμαι, συμπονώ»] …   Dictionary of Greek

  • βλαστημώ — ( άω) (AM βλασφημῶ, έω) 1. εκστομίζω ανόσια, υβριστικά λόγια εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων 2. αναθεματίζω, καταριέμαι μσν. νεοελλ. οικτίρω νεοελλ. 1. βρίζω ή καταριέμαι κάποιον 2. φρ. «βλαστήματα» εκδήλωση στενοχώριας και… …   Dictionary of Greek

  • εποικτείρω — ἐποικτείρω και ἐποικτίρω (Α) αισθάνομαι λύπη, οίκτο για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οικτίρω (< οικτρός < οίκτος)] …   Dictionary of Greek

  • κακοτυχίζω — (Μ κακοτυχίζω) φέρνω σε κάποιον κακή τύχη, κάνω κάποιον να δυστυχήσει νεοελλ. λέγω ή θεωρώ κάποιον κακότυχο, οικτίρω, ελεεινολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακοτυχῶ, αναλογικά κατά τα αρχ. σε ίζω, από τον αόρ. σε ησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον αόρ. σε… …   Dictionary of Greek

  • κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… …   Dictionary of Greek

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • μετανοώ — (ΑΜ μετανοῶ, έω) [νοώ] 1. αλλάζω γνώμη ή σκοπό («ηθέλησα τον πλάνον τον Έρωτα ν αφήσω, να κόψω τους δεσμούς του και να μετανοήσω», Χριστόπ.) 2. λυπάμαι για αμαρτίες που έκανα ή για καλές πράξεις που παρέλειψα να κάνω, μεταμελούμαι («μετανόησον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”